- οντολογία
- Κατά τον αριστοτελικό ορισμό είναι η επιστήμη του όντος καθεαυτό, δηλαδή της πραγματικότητας θεωρούμενης στην ολότητά της και όχι σε μερικές ιδιαίτερες περιοχές, όπως είναι το Εγώ ή ο κόσμος ή ο θεός. Αυτές, σύμφωνα με μια ταξινόμηση του Κρίστιαν Βολφ, λέγονται ειδικές μεταφυσικές, ενώ η ο. είναι μια γενική μεταφυσική, οι αρχές της οποίας είναι έγκυρες για κάθε πραγματικότητα. Η o., ως έρευνα της φύσης του όντος σε διάκριση από το φαινόμενο, συγκέντρωσε για αιώνες τις προσπάθειες των φιλοσόφων και οδήγησε στη διαμόρφωση των παραδοσιακών σχολών του υλισμού και του ιδεαλισμού, του δυϊσμού ή μονισμού, ανάλογα με την παραδοχή ως έσχατης αλήθειας του όντος της ύλης ή της ιδέας, των δύο αυτών αρχών μαζί ή μιας από αυτές, ή μιας τρίτης πέρα από αυτές, που τις περιέχει σαν δύο όψεις της (Σπινόζα). Οπωσδήποτε η ο. στηρίζεται σε μια αντίληψη που διαχωρίζει το πραγματικό oν (ουσία) από τα γνωρίσματα του, που θεωρούνται φαινομενικά, τυχαία ή σχετικά και όχι αναγκαία. Ο Καντ αμφισβήτησε, με την κριτική του, τη δυνατότητα του νου να λύσει το οντολογικό πρόβλημα, επιβεβαίωσε όμως τη διάκριση φαινομένου και όντος καθεαυτού. Η ταύτιση όμως, από τον Χέγκελ, του είναι και του νοείν, αναιρεί τη διάκριση αυτή, και η μετέπειτα ανάπτυξη της διαλεκτικής μεθόδου από τους οπαδούς του διαλεκτικού υλισμού, με τη διδασκαλία της ότι το oν είναι συνάρτηση των σχέσεων του και αδιανόητο έξω από αυτές, οδηγεί στην άρνηση της ο. ως αυτοτελούς πεδίου προβληματισμού. Και στον 20ό αι. ωστόσο εμφανίζονται σχολές που θέτουν ξανά το οντολογικό πρόβλημα, όπως οι νεοσχολαστικοί, ο Χάιντεγκερ κ.ά.
* * *η(φιλοσ.)1. μεταφυσική θεωρία που έχει ως αντικείμενο την εξέταση τής φύσης και τής ουσίας τών όντων, τής ενότητας που υπάρχει στην πολλότητα και τής σταθερότητας που υπάρχει πίσω από τη μεταβλητότητα τών όντων2. γενική μεταφυσική η οποία αναζητά τη θεμελιώδη αιτία και την πίσω από τα φαινόμενα αρχή κάθε φαινομένου3. (στη μαρξιστική ορολογία) η πλευρά τού διαλεκτικού υλισμού που αφορά στην αντικειμενική πραγματικότητα, σε αντιδιαστολή προς τη γνωσιολογία, η οποία αφορά στην αντανάκλαση τής πρώτης από την ανθρώπινη συνείδηση4. όρος τής ιατρικής, κυρίως τού 19ου αιώνα, που υποδήλωνε τη δοξασία η οποία δεν συνέδεε τα παθολογικά φαινόμενα με τα φυσιολογικά, αλλά τα συναρτούσε από διαφόρους παράγοντες ανεξάρτητους από τον οργανισμό.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. ontology (< ὄν, ὄντος + -λογία*). Η λ. μαρτυρείται από το 1786 στον Χρ. Ακαρνάνα].
Dictionary of Greek. 2013.